λόγγος

λόγγος
Ονομασία τριών οικισμών. 1. Οικισμός (32 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλικής του νομού Κεφαλληνίας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 65 κάτ.) των Παξών. Βρίσκεται στη βορειοανατολική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παξών του νομού Κερκύρας. 3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 385 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδος του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 53 χλμ. ΝΑ της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Κωνσταντίνου. Ο οικισμός Λογγός στη βορειοανατολική ακτή των Παξών.
* * *
ο (Μ λόγγος)
πυκνό δάσος, ιδίως από θάμνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σλαβ. longŭ. Κατ' άλλη άποψη, < μσν. λόγγη «τάφρος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λόγγος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγγος — ο πυκνό δάσος με δέντρα και θάμνους: Χαθήκαμε στο λόγγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαύρος Λόγγος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 305 μ., 18 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τρικόρφου …   Dictionary of Greek

  • λογγιάζω — [λόγγος] 1. καλύπτω μια έκταση με πυκνή βλάστηση, σχηματίζω θαμνώδες δάσος 2. (για έδαφος) γίνομαι λόγγος από την πυκνή βλάστηση, καλύπτομαι από θαμνώδη βλάστηση …   Dictionary of Greek

  • Лонг античный автор — (Λόγγος) автор известного, особенно во время Возрождения много читавшегося романа из пастушеской жизни о Дафнисе и Хлое . О времени и обстоятельствах жизни автора можно судить только по содержанию его сочинения. Он жил еще в чисто языческой… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Лонг, античный автор — (Λόγγος) автор известного, особенно во время Возрождения много читавшегося романа из пастушеской жизни о Дафнисе и Хлое . О времени и обстоятельствах жизни автора можно судить только по содержанию его сочинения. Он жил еще в чисто языческой… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Λόγγε — Λόγγος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λόγγοι — Λόγγος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λόγγον — Λόγγος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λόγγου — Λόγγος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”